ασώπαστος

ασώπαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν σώπασε, που εξακολουθεί ν' ακούγεται
2. φλύαρος
3. ακοίμητος, άσβεστος
4. συνεχής, παρατεταμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασώπαστος — η, ο αυτός που δε σωπαίνει, φλύαρος, ακατάπαυτος: Έχει μια γυναίκα ασώπαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασίγαστος — ασίγαστος, η, ο και ασίγητος, η, ο και ασιγάλιαστος, η, ο επίρρ. α ασώπαστος, ακαταπράυντος: Τον είχε κυριέψει ένα ασίγαστο πάθος για μάθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”